- αγύρευτος
- -η, -ο [γυρεύω]1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν ζητιέται ή δεν ζητήθηκε, απούλητος, ανεπιθύμητος2. αυτός για τον οποίο δεν φρόντισε κανείς, ο παραμελημένος3. αυτός που, αν και συχνά μάς είναι αναγκαίος (γιατρός, ιερέας, φάρμακα κ.ά.), ευχόμαστε να μη χρειαστούμε ποτέ τη βοήθειά του.
Dictionary of Greek. 2013.